σπίλωση

σπίλωση
η, Ν [σπιλώνω]
1. κηλίδωση, προσβολή τής τιμής
2. ιατρ. σπίλος τού δέρματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπίλωση — η σπίλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπιλώσῃ — σπιλόω stain aor subj mid 2nd sg σπιλόω stain aor subj act 3rd sg σπιλόω stain fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαύρωμα — το (Α ἀμαύρωμα) νεοελλ. κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος αρχ. (για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ βλ. ἀμαυρώνω] …   Dictionary of Greek

  • αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • κηλίδωση — η (Μ κηλίδωσις) [κηλιδώ] λέρωμα, ρύπανση νεοελλ. μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση τής υπόληψής του») …   Dictionary of Greek

  • μουντζούρωμα — και μουτζούρωμα και μουζούρωμα, το [μουντζωρώνω] 1. λέρωμα με καπνιά ή άλλη σκουρόχρωμη ύλη, ιδίως πάνω στο πρόσωπο 2. μτφ. σπίλωση, ηθικός στιγματισμός …   Dictionary of Greek

  • Μίντοφ, Ντομ — (Dom Mintoff, Κοσπίκουα 1916 –). Μαλτέζος πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1955 58 και 1971 1984). Σπούδασε αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός στο πανεπιστήμιο της Μάλτας και το 1941 έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στις θετικές επιστήμες και στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”